Πρωινό Σαββάτου, με τον ήλιο να λούζει τις γειτονιές του χωριού, ευχάριστη, φωτεινή και συνάμα ζεστή εικόνα, από αυτές που επιφυλάσσει το «μικρό καλοκαιράκι» του Οκτώβρη. Στον ίσκιο από τη φρεσκοτρυγημένη περγουλιά του σπιτιού του, ο κυρ Θανάσης Μαρτζούκος «παλεύει» με ένα παμπάλαιο «κασσαφόρτε» (χρηματοκιβώτιο), κληρονομιά του προπάππου του. Λίγο πιο κει, στο πεζούλι της Χαριτωμένης, η αδελφή του, δασκάλα μου στα πρώτα μαθητικά μου χρόνια, ανοίγει τη συζήτηση με αφορμή τη συναισθηματική αξία που έχουν ένα παλαιό τραπέζι και ένας κομός από κινέζικο μαόνι, επίσης οικογενειακή κληρονομιά. Και η συζήτηση δεν αργεί να καταλήξει σε αφήγηση, για τη μικρή(;) οικογενειακή ιστορία που εξελίσσεται από τις αρχές του 19ου αιώνα.
Τότε δύο αδέλφια, Μαρτζούκοι στο επώνυμο, εγκαταστάθηκαν στο καντούνι «του Παπαγιάννη», σε ένα φτωχόσπιτο στο βάθος, που ο ήλιος μόλις που τόβλεπε από την πίσω πλευρά του. Ο ένας, απογοητευμένος από τις δυσκολίες της ζωής ταλαντεύονταν αδιάκοπα ανάμεσα στην κοσμική και την μοναχική επιλογή. Ο δε άλλος, δυναμικός, αξιοποιώντας τις λιγοστές οικονομίες που συγκέντρωσε μέσα σε λίγα χρόνια με σκληρή δουλειά, ξανοίχτηκε στη χώρα και δημιούργησε ένα μικρό εμπορικό στον μαρκά, στο λιμάνι. Οι δοσοληψίες του όμως με την ύπαιθρο κυρίως, δεν πήγαν καλά και η επιχείρηση δεν άργησε να φαλίρει. Ξενιτεύτηκε έτσι στη μακρινή Οδησσό, τόπο καταφυγής και ευκαιριών για πολλούς Έλληνες και ιδιαίτερα Επτανήσιους, ναυτικούς και εμπόρους. Δεν άργησε να γυρίσει από εκεί με ένα φορτίο σιτάρι προς διάθεση. Οι χωρικοί από τα’ Γύρου που πριν από μερικά χρόνια τον είχαν βουλιάξει στα χρέη, έτρεξαν να αγοράσουν τοις μετρητοίς για να τον βοηθήσουν. Κινήθηκε έτσι το εμπόριό του και το ένα φορτίο έφερε το άλλο. Σιγά-σιγά το παλιό εμπορικό ξαναστάθηκε στα πόδια του, με τη βοήθεια και του άλλου αδελφού και οι συναλλαγές του Σπύρου Μαρτζούκου επεκτάθηκαν στην πόλη και στα χωριά της Κέρκυρας. Δεν άργησε να εξελιχθεί σε μεγαλέμπορο, με κτηματική περιουσία στην Κορακιάνα, στο Ζυγό και στα χωριά του Γύρου.
Σαν ήρθε η ώρα της δημιουργίας οικογένειας, ο Σπύρος θα επιλέξει νύφη από την ονομαστή οικογένεια Μεταλληνού (Γκάγκα). «Οι Γκαγκάτες, ο ένας συμβολαιογράφος και ο άλλος δάσκαλος, την εποχή εκείνη ήταν δερβέναγες του χωριού, με καλές σχέσεις με τους Βενετσιάνους». Ο Σπύρος με τη γυναίκα του θα ευτυχήσουν να αποκτήσουν τέσσερις κόρες (1) και ένα γιο, το Θανάση, πάππου του σημερινού Θανάση Μαρτζούκου. Μάλλον αριστερών πεποιθήσεων για την εποχή, ο Σπύρος, ανακατεύτηκε με το ρεύμα του επτανησιακού ριζοσπαστισμού και κάποια στιγμή, επί αγγλοκρατίας, λίγο πριν από την Ένωση, εκλέγεται βουλευτής. Η κόντρα του όμως με την αριστοκρατία της πόλης θα τον οδηγήσει σύντομα σε παραίτηση και η διαφωνία του λίγο αργότερα με το κόμμα, στην έξοδό του από την πολιτική. Οι περιγραφές που έχουν διασωθεί, τον φέρουν να φοράει ανελλιπώς την κόκκινη γραβάτα του και να κρατάει στο χέρι του μιαν ασημένια πίπα, ενώ και το μεγάλο πορτόνι, η ξύλινη εξώπορτα του σπιτιού του ήταν κι αυτή βαμμένη κόκκινη. Η μοναδική φιγούρα του που διασώθηκε είναι από έναν πίνακα του Γυαλινά.
Όταν ο άγγλος αρμοστής Γλάδστων ήρθε στην Κέρκυρα στα τέλη της δεκαετίας του 1850 και πραγματοποίησε εξόδους στην ύπαιθρο του νησιού προκειμένου να αποκτήσει ιδίαν αντίληψη για το πολιτικό κλίμα που επικρατούσε σε σχέση με την Ένωση, επισκέφθηκε και την Κορακιάνα. Σύμφωνα με προφορικές πηγές, κατά την παρουσία του στο χωριό φιλοξενήθηκε στο σπίτι του Μεταλληνού (Γκάγκα) στη Νεροσυρμή. Την επόμενη ημέρα μίλησε στους Κορακιανίτες από την αυλή του σπιτιού του Θανάση Μαρτζούκου, γαμπρού του Γκάγκα. Ο κόσμος που είχε κατακλύσει την πλατεία του Άη-Νικολόπουλου και τους γύρω δρόμους κραύγαζε «Ένωση αν’όρος» (δηλαδή «Ένωση άνευ όρων»).
Ο Σπύρος Μαρτζούκος, ευκατάστατος ων, συντηρούσε στο σπίτι του φτωχές γυναίκες για χρόνια, βοηθούσε όπου μπορούσε. Όταν δε κατάλαβε ότι ήρθε η ώρα της αναχώρησης από «τον μάταιο τούτο κόσμο», πρόσταξε τη γυναίκα του να του φέρει από το μαγαζί τα «χρεώστια», που γέμιζαν μισό σακί και βάλε και να τα ρίξει στον αναμμένο φούρνο, να τα κάψει. «Εκερδίσαμε, εκερδίσαμε, δεν μας χρειάζεται άλλο. Κάφτα και με γεια τους και με χαρά τους. Το παιδί το μικρό, κάποιος από τους γαμπρούς μας θα το αναλάβει» αναφώνησε…Κάπως έτσι ο γιος του, ο Θανάσης Μαρτζούκος, πάππους του σημερινού Θανάση, παρέλαβε το περίφημο «κασσαφόρτε» με περιεχόμενο μόνο δύο βώλους.
Ο οκτωβριάτικος ήλιος έχει ήδη διανύσει τη μισή ημερήσια διαδρομή του στο στερέωμα. Κάπου εδώ η αφήγηση τελειώνει...Με την ελπίδα ότι κάπου θα καταγραφεί, έτσι, για να υπάρχει. Εξάλλου η μία από τις δύο κόρες της οικογένειας έχει αναλάβει το βάρος της ανίχνευσης της γενεαλογίας, με την πρώτη ευκαιρία… (17/10/2009)
Τότε δύο αδέλφια, Μαρτζούκοι στο επώνυμο, εγκαταστάθηκαν στο καντούνι «του Παπαγιάννη», σε ένα φτωχόσπιτο στο βάθος, που ο ήλιος μόλις που τόβλεπε από την πίσω πλευρά του. Ο ένας, απογοητευμένος από τις δυσκολίες της ζωής ταλαντεύονταν αδιάκοπα ανάμεσα στην κοσμική και την μοναχική επιλογή. Ο δε άλλος, δυναμικός, αξιοποιώντας τις λιγοστές οικονομίες που συγκέντρωσε μέσα σε λίγα χρόνια με σκληρή δουλειά, ξανοίχτηκε στη χώρα και δημιούργησε ένα μικρό εμπορικό στον μαρκά, στο λιμάνι. Οι δοσοληψίες του όμως με την ύπαιθρο κυρίως, δεν πήγαν καλά και η επιχείρηση δεν άργησε να φαλίρει. Ξενιτεύτηκε έτσι στη μακρινή Οδησσό, τόπο καταφυγής και ευκαιριών για πολλούς Έλληνες και ιδιαίτερα Επτανήσιους, ναυτικούς και εμπόρους. Δεν άργησε να γυρίσει από εκεί με ένα φορτίο σιτάρι προς διάθεση. Οι χωρικοί από τα’ Γύρου που πριν από μερικά χρόνια τον είχαν βουλιάξει στα χρέη, έτρεξαν να αγοράσουν τοις μετρητοίς για να τον βοηθήσουν. Κινήθηκε έτσι το εμπόριό του και το ένα φορτίο έφερε το άλλο. Σιγά-σιγά το παλιό εμπορικό ξαναστάθηκε στα πόδια του, με τη βοήθεια και του άλλου αδελφού και οι συναλλαγές του Σπύρου Μαρτζούκου επεκτάθηκαν στην πόλη και στα χωριά της Κέρκυρας. Δεν άργησε να εξελιχθεί σε μεγαλέμπορο, με κτηματική περιουσία στην Κορακιάνα, στο Ζυγό και στα χωριά του Γύρου.
Σαν ήρθε η ώρα της δημιουργίας οικογένειας, ο Σπύρος θα επιλέξει νύφη από την ονομαστή οικογένεια Μεταλληνού (Γκάγκα). «Οι Γκαγκάτες, ο ένας συμβολαιογράφος και ο άλλος δάσκαλος, την εποχή εκείνη ήταν δερβέναγες του χωριού, με καλές σχέσεις με τους Βενετσιάνους». Ο Σπύρος με τη γυναίκα του θα ευτυχήσουν να αποκτήσουν τέσσερις κόρες (1) και ένα γιο, το Θανάση, πάππου του σημερινού Θανάση Μαρτζούκου. Μάλλον αριστερών πεποιθήσεων για την εποχή, ο Σπύρος, ανακατεύτηκε με το ρεύμα του επτανησιακού ριζοσπαστισμού και κάποια στιγμή, επί αγγλοκρατίας, λίγο πριν από την Ένωση, εκλέγεται βουλευτής. Η κόντρα του όμως με την αριστοκρατία της πόλης θα τον οδηγήσει σύντομα σε παραίτηση και η διαφωνία του λίγο αργότερα με το κόμμα, στην έξοδό του από την πολιτική. Οι περιγραφές που έχουν διασωθεί, τον φέρουν να φοράει ανελλιπώς την κόκκινη γραβάτα του και να κρατάει στο χέρι του μιαν ασημένια πίπα, ενώ και το μεγάλο πορτόνι, η ξύλινη εξώπορτα του σπιτιού του ήταν κι αυτή βαμμένη κόκκινη. Η μοναδική φιγούρα του που διασώθηκε είναι από έναν πίνακα του Γυαλινά.
Όταν ο άγγλος αρμοστής Γλάδστων ήρθε στην Κέρκυρα στα τέλη της δεκαετίας του 1850 και πραγματοποίησε εξόδους στην ύπαιθρο του νησιού προκειμένου να αποκτήσει ιδίαν αντίληψη για το πολιτικό κλίμα που επικρατούσε σε σχέση με την Ένωση, επισκέφθηκε και την Κορακιάνα. Σύμφωνα με προφορικές πηγές, κατά την παρουσία του στο χωριό φιλοξενήθηκε στο σπίτι του Μεταλληνού (Γκάγκα) στη Νεροσυρμή. Την επόμενη ημέρα μίλησε στους Κορακιανίτες από την αυλή του σπιτιού του Θανάση Μαρτζούκου, γαμπρού του Γκάγκα. Ο κόσμος που είχε κατακλύσει την πλατεία του Άη-Νικολόπουλου και τους γύρω δρόμους κραύγαζε «Ένωση αν’όρος» (δηλαδή «Ένωση άνευ όρων»).
Ο Σπύρος Μαρτζούκος, ευκατάστατος ων, συντηρούσε στο σπίτι του φτωχές γυναίκες για χρόνια, βοηθούσε όπου μπορούσε. Όταν δε κατάλαβε ότι ήρθε η ώρα της αναχώρησης από «τον μάταιο τούτο κόσμο», πρόσταξε τη γυναίκα του να του φέρει από το μαγαζί τα «χρεώστια», που γέμιζαν μισό σακί και βάλε και να τα ρίξει στον αναμμένο φούρνο, να τα κάψει. «Εκερδίσαμε, εκερδίσαμε, δεν μας χρειάζεται άλλο. Κάφτα και με γεια τους και με χαρά τους. Το παιδί το μικρό, κάποιος από τους γαμπρούς μας θα το αναλάβει» αναφώνησε…Κάπως έτσι ο γιος του, ο Θανάσης Μαρτζούκος, πάππους του σημερινού Θανάση, παρέλαβε το περίφημο «κασσαφόρτε» με περιεχόμενο μόνο δύο βώλους.
Ο οκτωβριάτικος ήλιος έχει ήδη διανύσει τη μισή ημερήσια διαδρομή του στο στερέωμα. Κάπου εδώ η αφήγηση τελειώνει...Με την ελπίδα ότι κάπου θα καταγραφεί, έτσι, για να υπάρχει. Εξάλλου η μία από τις δύο κόρες της οικογένειας έχει αναλάβει το βάρος της ανίχνευσης της γενεαλογίας, με την πρώτη ευκαιρία… (17/10/2009)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου